μάλλινα

μάλλινα
η нижняя шерстяная юбка (у крестьянок)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μάλλινα" в других словарях:

  • σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… …   Dictionary of Greek

  • φρυγία — Ιστορική περιοχή της Τουρκίας στο μικρασιασιατικό υψίπεδο, του οποίου αποτελεί το δυτικό τμήμα. Στην αρχαιότητα η ονομασία Φρυγία υποδήλωνε μια ζώνη πιο εκτεταμένη από τη σημερινή, η οποία εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ (το σημερινό Κιζίλιρμακ)… …   Dictionary of Greek

  • αμαντάνιστος — η, ο [μαντανίζω] (για μάλλινα υφάσματα) αυτός που δεν τόν κατεργάστηκαν στο νερό με το μαντάνι, δηλαδή το μηχάνημα νεροτριβής …   Dictionary of Greek

  • αναμαλλιάζω — 1. (για εφήβους) αρχίζω να αποκτώ γένια, μαλλιάζω, βγάζω τρίχες 2. (για μάλλινα υφάσματα) χνουδιάζω 3. σηκώνονται οι τρίχες τού κεφαλιού μου από θυμό 4. ανατριχιάζω από το κρύο 5. κάνω τα μαλλιά μου άνω κάτω, τά ανακατώνω …   Dictionary of Greek

  • αργεννός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 240 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήθυμνας του νομού Λέσβου. * * * ἀργεννός, ή, όν (Α) λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αργεσ νός < θ. *αργεσ , παράλληλα προς το θ. αργ τού αργός (Ι) (πρβλ. αργεστής) …   Dictionary of Greek

  • δεφιδασταί — δεφιδασταί, οι (Α) σωματείο τών κατεργαζομένων μάλλινα υφάσματα ή το μαλλί τών ζώων …   Dictionary of Greek

  • εριουργώ — ἐριουργῶ, έω (AM) [εριουργός] κατεργάζομαι έρια, κατασκευάζω μάλλινα («ἡ γυνὴ ἐριουργοῡσα παρεκάθητο», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • κρουστιαίνω — [κρουστός] (ιδίως για ύφασμα) γίνομαι κρουστός, πυκνός, πυκνοϋφασμένος ή πιο πυκνός από πριν («τα μάλλινα κρουστιαίνουν με το πλύσιμο») …   Dictionary of Greek

  • κτενωτός — ή, ό (Α κτενωτός, ή, όν) 1. (για μάλλινα υφάσματα) λαναρισμένος, ξασμένος, κατεργασμένος, υφασμένος 2. χτενιστός, χτενισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαντελ ωτός, κλιμακ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • λίμα — (Lima). Πόλη (6.863.363 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα του Περού καθώς και του ομώνυμου νομού (34.797 τ. χλμ. 7.617.193 κάτ.). Βρίσκεται στο προσχωσιγενές δέλτα του ποταμού Pίμακ, 10 χλμ. Δ της Kαλιάο. Διατηρεί το πολεοδομικό της σχέδιο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • μήλωθρον — μήλωθρον, τὸ (ΑΜ) μσν. βαμμένα έρια αρχ. είδος φυτού με βοτρυοειδή καρπό, αγριάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλῶ «βάφω μάλλινα» (πρβλ. μήλω ση) + επίθημα θρον (πρβλ. ζύγω θρον, καρκίνω θρον)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»